- ζαρζαβάτι
- ζαρζαβατικό τό (чаще πλ. ) овощи, зелень
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαρζαβάτι — το ιού, και ζαρζαβατικό, το (λ. τουρκ.), λαχανικά: Έφερε ζαρζαβάτι φρέσκο από το λαχανόκηπό της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαρζαβατικό — και ζαρζαβάτι, το χορταρικό, λαχανικό, κηπευτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zerzavat] … Dictionary of Greek
ζαρζαβατικό — το βλ. ζαρζαβάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)